Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καὶ οἷον

См. также в других словарях:

  • εύζωνος — και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, ον Α και επικ. τ. ἐύζωνος, ον) νεοελλ. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάς μσν. αρχ. 1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή 2. ντυμένος ελαφρά,… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ …   Dictionary of Greek

  • GADES quae GADIRA Graecis Ins — GADES, quae GADIRA Graecis Ins parva Hisp. Baeticae, proxima continenti contra Caesarianam, et portum Mnesthei, cum urbe Episcopal. sub Archiep. hispalensi, inde 19. leuc. a Tyriis condita, col. Rom. inter ostia Baetis, et Calpen. Inde Gaditanus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ομόγνιος — ὁμόγνιος, ον (ΑΜ) ο εξ αίματος συγγενής, αδελφός ή αδελφή αρχ. 1. όμοιος, συγγενικός («διὰ τῶν μέσων καὶ οἷον ὁμογνίων εἰδῶν», Πρόκλ.) 2. (για θεό) προστάτης τού γένους, τής οικογένειας («Ζεὺς ὁμόγνιος», Ευρ.) 3. φρ. «ὁμόγνια πήματα»… …   Dictionary of Greek

  • Καλλονάς, Γαβριήλ — (Άνδρος 1724 – Ντιέντες, Ουγγαρία 1795). Λόγιος κληρικός. Φοίτησε σε σχολείο της Σμύρνης και σπούδασε στην Αθωνιάδα σχολή. Χρημάτισε διαδοχικά γραμματέας του συγγενή του πατριάρχη Αλεξανδρείας, Ματθαίου, δάσκαλος σε φαναριώτικες οικογένειες της… …   Dictionary of Greek

  • БЛАГО — [греч. τὸ ἀγαθόν, τὸ εὖ, τὸ καλόν; лат. bonum, bonitas], конечный (предельный) предмет стремления человека, движение к к рому не нуждается в дальнейшем обосновании; в богословии одно из Божественных имен (см. Имя Божие). Как философская категория …   Православная энциклопедия

  • κηροειδής — ές (Α κηροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες τού κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί… …   Dictionary of Greek

  • MURTIPHLO — cognomen Alexii Ducae Imperatoris Constantionopolitani, Graece Μουρτζοῦφλος, flos cordis, Gunthero in Hist. Constantinopolit. c. 8. Consiliô cuiusdam cognati sui, nobilis quidem viri, sed perfidi, qui Murtiphlo, i. e. Flos cordis in illa gente… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κακοστομία — η (AM κακοοτομία) [κακόστομος] (για την προφορά τής Ελληνικής από βαρβάρους ελληνομαθείς) λανθασμένη, ελαττωματική, κακή προφορά («ἄλλη δέ τις ἐν τῆ ἡμετέρᾳ διαλέκτῳ ἀνεφάνη κακοστομία καὶ οἷον βαρβαροστομία», Στράβ.) νεοελλ. κακοσμία τού… …   Dictionary of Greek

  • κατακρουνίζω — (Α) χύνω νερό με δύναμη πάνω από κάποιον ή από κάτι («ἐξ υψηλοτέρου βάλλοντες καὶ οἷον κατακρουνίζοντες», Γαλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρουνίζω «ρίχνω νερό με δύναμη προς τα κάτω» (< κρουνός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»